- περδικίτης
- περδικ-ίτης [pron. full] [ῑτ] (sc. λίθος), ὁ, a kind of stone, Alex.Trall.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περδικίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + επίθημα ίτης (πρβλ. αιματ ίτης)] … Dictionary of Greek
περδικίτου — περδικί̱του , περδικίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)